condensable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

condensable < condenser + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
condensable condensables

condensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να συμπυκνωθεί
  2. που μπορεί να συμπιεστεί
  3. (μεταφορικά) που μπορεί να συμπτυχθεί

Συγγενικά[επεξεργασία]