condensable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
condensable | condensables |
condensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να συμπυκνωθεί
- που μπορεί να συμπιεστεί
- (μεταφορικά) που μπορεί να συμπτυχθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη condenser