condense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | condense |
γ΄ ενικό ενεστώτα | condenses |
αόριστος | condensed |
παθητική μετοχή | condensed |
ενεργητική μετοχή | condensing |
Ρήμα
[επεξεργασία]condense (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπυκνώνω, μετατρέπω αέριο σε υγρό
- ↪ Water vapor in the atmosphere, when condensed, turns into rain or snow.
- Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας όταν συμπυκνωθούν μετατρέπονται σε βροχή ή σε χιόνι.
- ↪ condensed gas - συμπυκνωμένο αέριο
- ↪ Water vapor in the atmosphere, when condensed, turns into rain or snow.
- (μεταβατικό) συμπυκνώνω, διατυπώνω πολλές πληροφορίες με λίγες λέξεις
- ↪ Age-old wisdom is condensed into each proverb.
- Σε κάθε παροιμία συμπυκνώνεται πολύχρονη σοφία.
- ↪ Age-old wisdom is condensed into each proverb.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- condense - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 840. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμπυκνώνω