condensed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός condensed
συγκριτικός more condensed
υπερθετικός most condensed

condensed (en)

  • συμπυκνωμένος, περιληπτικός, που είναι πολύ συγκεντρωμένο ή συμπυκνωμένο
    condensed milk - συμπυκνωμένο γάλα
    The report, in its condensed form, is 60 pages.
    Η έκθεση, στην περιληπτική της μορφή, είναι 60 σελίδες.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

condensed (en)