condescendingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | condescendingly |
συγκριτικός | more condescendingly |
υπερθετικός | most condescendingly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- condescendingly < condescending + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]condescendingly (en)
- ακατάδεχτα, με τρόπο που δείχνει ότι πιστεύω ότι είμαι πιο σημαντικός και πιο έξυπνος από τους άλλους
- ⮡ He treated me very condescendingly.
- Μου φέρθηκε πολύ ακατάδεχτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogantly
- ⮡ He treated me very condescendingly.