condisciple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- condisciple < λατινική condiscipulus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.diˈsipl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
condisciple (fr) αρσενικό ή θηλυκό