conditional mood
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conditional mood | conditional moods |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conditional mood < → δείτε τις λέξεις conditional και mood
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]conditional mood (en)
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
conditional mood στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
English conditional sentences στην αγγλική Βικιπαίδεια
- The Blue Book of Grammar and Punctuation: Clarifying the Conditional Tense