conditional tense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conditional tense | conditional tenses |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conditional tense < → δείτε τις λέξεις conditional και tense
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
conditional tense (en)
- (γραμματική) συνώνυμο του conditional mood