Μετάβαση στο περιεχόμενο

conducir

Από Βικιλεξικό

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conducir < λατινική conducere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kon̪.d̪uˈsiɾ/ (Λατινική Αμερική)
ΔΦΑ : /kon̪.d̪uˈθiɾ/ (Ισπανία)
τυπογραφικός συλλαβισμός: conducir

conducir (es)

  1. (μεταβατικό) μεταφέρω
    παράδειγμα  ¿Hacia dónde nos está conduciendo este señor, ah? Llevamos como veinte minutos caminando y aún no llegamos a ningún lado.
    παράδειγμα  Πού μας πάει αυτός ο κύριος, ε; Περπατάμε εδώ και είκοσι λεπτά και ακόμα δεν έχουμε φτάσει πουθενά.
     συνώνυμα: llevar, trasladar, transportar
  2. (μεταβατικό) οδηγώ
    παράδειγμα  «Ayer, los aldeanos me condujeron al misterioso “Lago de los sueños”, que está ubicado a 10 minutos de la aldea».
    παράδειγμα  Χθες, οι χωρικοί με οδήγησαν στη μυστηριώδη «Λίμνη των Ονείρων», που βρίσκεται 10 λεπτά από το χωριό.
    παράδειγμα  Mi padre fundó la empresa, pero fue mi madre quien la condujo al éxito y la prosperidad.
    παράδειγμα  Ο πατέρας μου ίδρυσε την επιχείρηση, αλλά ήταν η μητέρα μου που την οδήγησε στην επιτυχία και την ευημερία.
     συνώνυμα: guiar, llevar
  3. (αμετάβατο) οδηγώ
    παράδειγμα  ¿Tu hermano sabe conducir?
    παράδειγμα  Ξέρει να οδηγεί ο αδερφός σου;
     συνώνυμα: manejar