conduco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conduco < cum + duco

Ρήμα[επεξεργασία]

conduco (la) (β’ εν. πρστ. ενστ.: conduce και conduc)

Κλίση[επεξεργασία]