conduct
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά 1
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conduct | conducts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conduct (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- behaviour
- → δείτε και τις λέξεις deportment, bearing και etiquette
Προφορά 2
[επεξεργασία]ενεστώτας | conduct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conducts |
αόριστος | conducted |
παθητική μετοχή | conducted |
ενεργητική μετοχή | conducting |
Ρήμα
[επεξεργασία]conduct (en)
- διευθύνω, διεξάγω, οργανώνω ή κάνω μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- συμπεριφέρομαι