conduct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conduct | conducts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conduct (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- behaviour
- → δείτε και τις λέξεις deportment, bearing και etiquette
Προφορά 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | conduct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conducts |
αόριστος | conducted |
παθητική μετοχή | conducted |
ενεργητική μετοχή | conducting |
Ρήμα[επεξεργασία]
conduct (en)