conduct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά 1[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conduct conducts
ΔΦΑ : /ˈkɒndʌkt/ για το ουσιαστικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conduct (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Προφορά 2[επεξεργασία]

ενεστώτας conduct
γ΄ ενικό ενεστώτα conducts
αόριστος conducted
παθητική μετοχή conducted
ενεργητική μετοχή conducting
ΔΦΑ : /kənˈdʌkt/ για το ρήμα
 

Ρήμα[επεξεργασία]

conduct (en)

  1. διεξάγω
    The police chiefs decided to conduct an undercover investigation.
    Οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα.
     συνώνυμα: carry out
  2. διευθύνω, καθοδηγώ
  3. συμπεριφέρομαι