conduction
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conduction (en) (μη μετρήσιμο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
conduction στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conduction | conductions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conduction (fr) θηλυκό
- η μετάδοση της θερμότητας