conduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conduction | conductions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conduction (fr) θηλυκό
- η μετάδοση της θερμότητας
ενικός | πληθυντικός |
conduction | conductions |
conduction (fr) θηλυκό