conférence
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conférence | conférences |
conférence (fr) θηλυκό
- η συνάντηση δύο ή περισσότερων ανθρώπων με σκοπό να συζητήσουν ένα σοβαρό θέμα
- η (διπλωματική) σύνοδος
- η ομιλία, η διάλεξη, το μάθημα
- η πρες κόνφερανς
- η συνδιάσκεψη, η διάσκεψη