conference
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conference | conferences |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conference (en)
- η διάσκεψη, η σύσκεψη, μια συνάντηση στην οποία οι άνθρωποι έχουν επίσημες συζητήσεις
- ↪ a press conference - διάσκεψη τύπου
- ↪ When was the teachers’ conference?
- Πώς ήταν η σύσκεψη των δασκάλων;
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
- Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting