confidence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confidence (en) θηλυκό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confidence (en)

  1. εμπιστοσύνη
    confidence vote - ψήφος εμπιστοσύνης
  2. εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, αυτοπεποίθηση
    very often adolescents lack confidence
  3. βεβαιότητα
  4. πληροφορία που κρατιέται μυστική