confidence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confidence (en) θηλυκό
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
confidence (en)
- εμπιστοσύνη
- confidence vote - ψήφος εμπιστοσύνης
- εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, αυτοπεποίθηση
- very often adolescents lack confidence
- βεβαιότητα
- πληροφορία που κρατιέται μυστική