confidential

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
confidential confidentials

confidential (en)

  1. εμπιστευτικός
  2. απόρρητος