Μετάβαση στο περιεχόμενο

confirm

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας confirm
γ΄ ενικό ενεστώτα confirms
αόριστος confirmed
παθητική μετοχή confirmed
ενεργητική μετοχή confirming

confirm (en)

  1. επιβεβαιώνω, βεβαιώνω, δείχνω ότι κάτι είναι σίγουρα αλήθεια, ειδικά παρέχοντας αποδείξεις
      The facts confirm his predictions.
    Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του.
      Economists’ forecasts for a rise in interest rates were confirmed.
    Επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις των οικονομολόγων για άνοδο των επιτοκίων.
      The witness confirmed the allegations.
    Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες.
     συνώνυμα: verify
  2. επικυρώνω, επισημοποιώ, βεβαιώνω, καθιερώνω κάποιον ή κάτι ξεκάθαρα ή επίσημα
      His nomination wasn’t confirmed yet.
    Ο διορισμός του δεν επικυρώθηκε ακόμα.
      The decision was confirmed.
    Επισημοποιήθηκε η απόφαση.
      I am confirming receipt of your remittance.
    Βεβαιώνω λήψη του εμβάσματος σου.
      The doctor confirmed the death of the patient.
    Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή.
  3. (θρησκεία) χρίω

Συγγενικά

[επεξεργασία]