confirm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | confirm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confirms |
αόριστος | confirmed |
παθητική μετοχή | confirmed |
ενεργητική μετοχή | confirming |
Ρήμα[επεξεργασία]
confirm (en)