confondere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

confondere (it)

  1. προκαλώ σύγχυση
  2. φέρνω κάποιον σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση