Μετάβαση στο περιεχόμενο

conformiste

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
conformiste conformistes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη conforme