conformité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conformité conformités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conformité (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η συμμόρφωση, η προσαρμογή
  2. η ομοιότητα
     συνώνυμα: ressemblance, similitude
  3. η σύμπτωση
     συνώνυμα: concordance, unité
  4. το ταίριασμα, η αναλογία
     συνώνυμα: accord, affinité, analogie, harmonie

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη conforme