Μετάβαση στο περιεχόμενο

conformo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conformo < con- + formo

conformo

  • συμμορφώνομαι,προσαρμόζομαι στη συμπεριφορά μιας ομάδας