Μετάβαση στο περιεχόμενο

confront

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας confront
γ΄ ενικό ενεστώτα confronts
αόριστος confronted
παθητική μετοχή confronted
ενεργητική μετοχή confronting

confront (en)

  1. αντιμετωπίζω, ένα πρόβλημα ή μια δύσκολη κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί από κάποιον
      The crisis was confronted successfully.
    Η κρίση αντιμετωπίστηκε με επιτυχία.
      We will be confronting bankruptcy if…
    Αντιμετωπίζουμε χρεωκοπία αν…
      the problem confronting me - το πρόβλημα που αντιμετωπίζω
  2. αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα ή μια δύσκολη κατάσταση
      I am courageously confronting my difficulties.
    Αντιμετωπίζω με θάρρος τις δυσκολίες μου.
      I confronted the possibility of resigning.
    Αντιμετώπισα το ενδεχόμενο να παραιτηθώ.
  3. αντιμετωπίζω κάποιον ώστε να μην μπορεί να αποφύγει να σε δει και να σε ακούσει, ειδικά σε μια εχθρική ή επικίνδυνη κατάσταση
      I confront an enemy.
    Αντιμετωπίζω εχθρό.
      How are you going to confront your folks.
    Πώς θα αντιμετωπίσεις τους δικούς σου;
  4. ρίχνω, κάνω κάποιον να αντιμετωπίσει ένα δυσάρεστο ή δύσκολο άτομο ή κατάσταση
      He confronted me about the way I handled the strike.
    Μου ρίχτηκε για τον τρόπο που χειρίστηκα την απεργία.
  5. αντιμετωπίζω, έχω κάτι μπροστά μου που πρέπει να αντιμετωπίσω ή να αντιδράσω
      How would you confront an armed robber?
    Πώς θα αντιμετώπιζες έναν ένοπλο ληστή;