Μετάβαση στο περιεχόμενο

congestion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

congestion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η κυκλοφοριακή συμφόρηση, το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
      The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
    Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
      For thirty five years, the state has been searching for a solution to (traffic) congestion.
    Τριάντα πέντε χρόνια το κράτος ψάχνει λύση για το κυκλοφοριακό.
      Congestion often happens during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη traffic jam
  2. (ιατρική) η συμφόρηση
      pulmonary congestion - πνευμονική συμφόρηση



      ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

congestion (fr) θηλυκό

  1. η συμφόρηση, η υπεραιμία
  2. (μεταφορικά) η συρροή, η παρεμπόδιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]