congestion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

congestion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. συμφόρηση
  2. συνωστισμός
  3. (μη μετρήσιμο) το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
    For thirty five years, the state has been searching for a solution to (traffic) congestion.
    Τριάντα πέντε χρόνια το κράτος ψάχνει λύση για το κυκλοφοριακό.
    Congestion often happens during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

congestion (fr) θηλυκό

  1. η συμφόρηση, η υπεραιμία
  2. (μεταφορικά) η συρροή, η παρεμπόδιση

Συγγενικά[επεξεργασία]