congrego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
congrego
- συγκεντρώνω το κοπάδι
- μαζεύω σε σμήνος
- ενώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (congrego, congregavi, congregatum, congregare)
|