Μετάβαση στο περιεχόμενο

congrego

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
congrego < con + grex

congrego

  1. συγκεντρώνω το κοπάδι
  2. μαζεύω σε σμήνος
  3. ενώνω