Μετάβαση στο περιεχόμενο

congress

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
congress congresses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

congress (en)

  1. το συνέδριο, επίσημη συνάντηση
      an international medical congress - ένα διεθνές ιατρικό συνέδριο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη meeting
  2. ομοσπονδία οργανώσεων με κοινούς στόχους
  3. (Congress) το κογκρέσο των ΗΠΑ
      Lobbyists exert a lot of influence on the decisions of Congress.
    Οι λομπίστες ασκούν μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις του Κογκρέσου.