conjonctif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό conjonctif conjonctifs
θηλυκό conjonctive conjonctives

Επίθετο[επεξεργασία]

conjonctif (fr)

  1. (ανατομία), (γραμματική) συνδετικός
    tissu conjonctif - συνδετικός ιστός
    locution conjonctive - συνδετική έκφραση