conjonction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.ʒɔ̃k.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conjonction | conjonctions |
conjonction (fr) θηλυκό