conjonctivite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conjonctivite conjonctivites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conjonctivite (fr) θηλυκό