conjonctivite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conjonctivite | conjonctivites |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conjonctivite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
conjonctivite | conjonctivites |
conjonctivite (fr) θηλυκό