conjugate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conjugate (en)
- η αντιστοιχία, συζυγία με κάτι άλλο
- (οργανική χημεία) το σύζευγμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- conjugation (γραμματική: συζυγία)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | conjugate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conjugates |
αόριστος | conjugated |
παθητική μετοχή | conjugated |
ενεργητική μετοχή | conjugating |
conjugate (en)
- (μεταβατικό, γραμματική) κλίνω ένα ρήμα