connect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας connect
γ΄ ενικό ενεστώτα connects
αόριστος connected
παθητική μετοχή connected
ενεργητική μετοχή connecting

Ρήμα[επεξεργασία]

connect (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα· συνδέομαι, ενώνομαι
    a train which connects ten towns - τρένο που συνδέει δέκα πόλεις
    8 connected the two pieces of wood.
    Συνέδεσα/Ένωσα τα δύο ξύλα.
    Athens is connected to Chalkida by car and by train.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
    The river connects with the Danube near Vienna.
    Αυτό το ποτάμι ενώνεται με το Δούναβη κοντά στη Βιέννη.
  2. (μεταβατικό) συνδέω, παρατηρώ ή κάνω μια σύνδεση μεταξύ ανθρώπων, πραγμάτων, γεγονότων κτλ.
    The concepts of duty and right are closely connected to each other.
    Οι έννοιες καθήκον και δικαίωμα συνδέονται στενά μεταξύ τους.
    Don’t connect those two events, they are completely unrelated.
    Μη συνδέεις αυτά τα δύο γεγονότα, είναι εντελώς άσχετα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη associate
  3. (αμετάβατο) μετεπιβιβάζω, η μετεπιβίβαση, φτάνω με λεωφορείο, αεροπλάνο, τρένο κτλ. λίγο πριν φύγει ένα άλλο για να μπορώ να αλλάξω από το ένα στο άλλο
    connecting flights - πτήσεις μετεπιβίβασης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]