Μετάβαση στο περιεχόμενο

connexion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
connexion connexions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

connexion (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
connexion connexions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

connexion (fr) θηλυκό