connivence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
connivence | connivences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
connivence (fr) θηλυκό
- η συγκάλυψη, η συνενοχή, η σύμπνοια, η συμπαιγνία
ενικός | πληθυντικός |
connivence | connivences |
connivence (fr) θηλυκό