conoscente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conoscente | conoscenti |
conoscente (it) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
conoscente | conoscenti |
conoscente (it) αρσενικό ή θηλυκό