conquérante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conquérante, θηλυκό του conquérant

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conquérante conquérantes

conquérante (fr) θηλυκό

  1. η κατακτήτρια

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conquérante conquérantes

conquérante (fr) θηλυκό

  1. κατακτητική