conquérante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conquérante, θηλυκό του conquérant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conquérante | conquérantes |
conquérante (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conquérante | conquérantes |
conquérante (fr) θηλυκό