conscience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conscience (en) συνείδηση:

  1. (self-awareness) επίγνωση ύπαρξης, (σπανιότερα: αυτογνωσία)
  2. (morals) ηθικές αρχές

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conscience (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]