conscience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (self-awareness) επίγνωση ύπαρξης, (σπανιότερα: αυτογνωσία)
- (morals) ηθικές αρχές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conscience (fr)
- η συνείδηση, η ευσυνειδησία, η συναίσθηση