conscript

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

conscript (en) Προφορά: /kənˈskrɪpt/

  • στρατολογώ υποχρεωτικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conscript (en) Προφορά: /ˈkɒnskrɪpt/

  • στρατολογημένος υποχρεωτικά