conscript
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]conscript (en)
Προφορά: /kənˈskrɪpt/
- στρατολογώ υποχρεωτικά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conscript (en)
Προφορά: /ˈkɒnskrɪpt/
- στρατολογημένος υποχρεωτικά
conscript (en)
Προφορά: /kənˈskrɪpt/
conscript (en)
Προφορά: /ˈkɒnskrɪpt/