consecutive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɒnsɛkjuːtiv/
Επίθετο[επεξεργασία]
consecutive (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
consecutive (it)
- θηλυκό του consecutivo