consentant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | consentant | consentants |
| θηλυκό | consentante | consentantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]consentant (fr)
- που συγκατατίθεται
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | consentant | consentants |
| θηλυκό | consentante | consentantes |
consentant (fr)