Μετάβαση στο περιεχόμενο

consequential

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός consequential
συγκριτικός more consequential
υπερθετικός most consequential

Επίθετο

[επεξεργασία]

consequential (en) (επίσημο)

  1. επακόλουθος, που επακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο ως συνέπειά του
      the drought and the consequential water shortage - η ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη resultant
  2. σημαντικός· που θα έχει σημαντικά αποτελέσματα
      consequential decisions - σημαντικές αποφάσεις
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη important
     αντώνυμα: inconsequential

Σύνθετα

[επεξεργασία]