conservation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: conversation

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conservation conservations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conservation (en)

  1. η διατήρηση
    the principle of mass–energy conservation - η αρχή της διατήρησης της ύλης και της ενέργειας
  2. η διατήρησηπροστασία)
    conservation biology is the scientific study of the nature and status of Earth's biodiversity
  3. η συνετή χρήση ενός φυσικού πόρου με σκοπό τη διαφύλαξή του
    water conservation

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conservation conservations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conservation (fr) θηλυκό

  1. η διατήρηση