conservation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conservation | conservations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conservation (en)
- η διατήρηση
- the principle of mass–energy conservation - η αρχή της διατήρησης της ύλης και της ενέργειας
- η διατήρηση (η προστασία)
- conservation biology is the scientific study of the nature and status of Earth's biodiversity
- η συνετή χρήση ενός φυσικού πόρου με σκοπό τη διαφύλαξή του
- water conservation
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conservation | conservations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conservation (fr) θηλυκό