conservo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

conservo < (cum) con- + servo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koːnˈser.woː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

conservo (la) (cōnservō1, cōnservāvī, cōnservātum, cōnservāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]