consider

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας consider
γ΄ ενικό ενεστώτα considers
αόριστος considered
παθητική μετοχή considered
ενεργητική μετοχή considering

Ετυμολογία [επεξεργασία]

consider < (κληρονομημένο) μέση αγγλική consideren < μέση γαλλική considerer < λατινική considerare < con- (συν-) + sīder-, ίσως από το sīdus (αστέρι· αστερισμός). Συγκρίνετε: dēsīderō

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kənˈsɪdə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /kənsɪdər/ (ΗΠΑ)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

consider (en) (μεταβατικό)

  1. σκέφτομαι σοβαρά για κάτι
     συνώνυμα: bethink, reflect on
  2. σκέφτομαι να κάνω, εξετάζω μια πιθανότητα, λαμβάνω υπ' όψη μου ένα ενδεχόμενο
    I’m considering going to the beach tomorrow. - Σκέφτομαι να πάω στην παραλία αύριο.
     συνώνυμα: think of, bethink, take into account
  3. θεωρώ
    Consider yourself lucky. - Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.
     συνώνυμα: deem, regard, think of
  4. κοιτάζω με προσοχή
     συνώνυμα: regard, observe
  5. θεωρώ, παίρνω κάτι ως παράδειγμα
  6. συζητώ στο κοινοβούλιο, εξετάζω
     συνώνυμα: deliberate, bethink

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Στη σημασία 2 συντάσσεται με γερούνδιο (-ing)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]