consider
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | consider |
γ΄ ενικό ενεστώτα | considers |
αόριστος | considered |
παθητική μετοχή | considered |
ενεργητική μετοχή | considering |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- consider < (κληρονομημένο) μέση αγγλική consideren < μέση γαλλική considerer < λατινική considerare < con- (συν-) + sīder-, ίσως από το sīdus (αστέρι· αστερισμός). Συγκρίνετε: dēsīderō
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
consider (en) (μεταβατικό)
- σκέφτομαι σοβαρά για κάτι
- σκέφτομαι να κάνω, εξετάζω μια πιθανότητα, λαμβάνω υπ' όψη μου ένα ενδεχόμενο
- ↪ I’m considering going to the beach tomorrow. - Σκέφτομαι να πάω στην παραλία αύριο.
- ≈ συνώνυμα: think of, bethink, take into account
- θεωρώ
- κοιτάζω με προσοχή
- θεωρώ, παίρνω κάτι ως παράδειγμα
- συζητώ στο κοινοβούλιο, εξετάζω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στη σημασία 2 συντάσσεται με γερούνδιο (-ing)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα con- (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)