consideration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
consideration (en)
- σκέψη, μελέτη
- After much consideration, I have decided to stay.
- η τάση να υπολογίζεις τους άλλους, ευγένεια
- You showed remarkable consideration in giving up your place for your friend.
- αμοιβή
- Sure I'll move my car, but only for a consideration.
- (νομική) κάτι πολύτιμο που δίνεται ως κίνητρο και ανταμοιβή για μια υπόσχεση και καθιστά αυτή την υπόσχεση δεσμευτική