consistance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
consistance consistances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

consistance (fr) θηλυκό

  1. η σύσταση ενός αντικειμένου, το υλικό από το οποίο αποτελείται
  2. η σταθερότητα