consistorial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- consistorial < consistoire
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consistorial | consistoriaux |
θηλυκό | consistoriale | consistoriales |
consistorial (fr)
- σχετικός με εκκλησιαστικό συνέδριο ή συμβούλιο