consolidé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consolidé | consolidés |
θηλυκό | consolidée | consolidées |
Επίθετο
[επεξεργασία]consolidé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consolidé | consolidés |
θηλυκό | consolidée | consolidées |
consolidé (fr)