Μετάβαση στο περιεχόμενο

constantly

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
constantly < constant + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

constantly (en)

  • διαρκώς, συνέχεια, συνεχώς, όλη την ώρα· επανειλημμένα
      He works/travels/trains constantly.
    Εργάζεται/ταξιδεύει/προπονείται διαρκώς.
      Don’t bother me constantly.
    Μη με ενοχλείς συνέχεια.
      He is constantly busy.
    Είναι συνεχώς απασχολημένος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη continuously