constantly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]constantly (en)
- διαρκώς, συνέχεια, συνεχώς, όλη την ώρα· επανειλημμένα
- ⮡ He works/travels/trains constantly.
- Εργάζεται/ταξιδεύει/προπονείται διαρκώς.
- ⮡ Don’t bother me constantly.
- Μη με ενοχλείς συνέχεια.
- ⮡ He is constantly busy.
- Είναι συνεχώς απασχολημένος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously
- ⮡ He works/travels/trains constantly.