constipação
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
constipação | constipações |
constipação (pt) θηλυκό
- το συνάχι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
constipação | constipações |
constipação (pt) θηλυκό