construction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]construction (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]construction (fr) θηλυκό
- η κατασκευή
- η οικοδόμηση
- η δόμηση
- η οικοδομή
- η δομή
- το σκάρωμα
- το κατασκεύασμα