construction
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| construction | constructions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]construction (en)
- (μη μετρήσιμο) η κατασκευή, το χτίσιμο, η ανέγερση, η διαδικασία του να κατασκευάζω ή να χτίζω κτίρια, δρόμους, γέφυρες κτλ.
In new apartment buildings, the construction of underground garages in mandatory.
- Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων γκαράζ.
The railway line is still under construction.
- Η σιδηροδρομική γραμμή είναι ακόμη υπό κατασκευή.
The bank financed the construction of the new building.
- Η τράπεζα χρηματοδότησε την ανέγερση του νέου κτιρίου.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατασκευή, ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί κάτι
This construction is very makeshift/durable.
- Αυτή η κατασκευή είναι πολύ πρόχειρη/ανθεκτική.
- το κτίριο
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]construction (fr) θηλυκό
- η κατασκευή
- η οικοδόμηση
- η δόμηση
- η οικοδομή
- η δομή
- το σκάρωμα
- το κατασκεύασμα