consulto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consulto < consulo

consulto (la) (cōnsultō1, cōnsultāvī, cōnsultātum, cōnsultāre)