Μετάβαση στο περιεχόμενο

consumption

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

consumption (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η κατανάλωση
      The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
    Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.
  2. (παρωχημένο) η φθίση